- χαίτα
- ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. χαίτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαίτα — χαίτᾱ , χαίτη loose fem nom/voc/acc dual χαίτᾱ , χαίτη loose fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίτας — χαίτᾱς , χαίτη loose fem acc pl χαίτᾱς , χαίτη loose fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιτάεις — χαιτά̱εις , χαιτήεις with long flowing hair masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιτάων — χαιτά̱ων , χαίτη loose fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίται — χαίτᾱͅ , χαίτη loose fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίταν — χαίτᾱν , χαίτη loose fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν … Dictionary of Greek
χαίτη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαίτα Α 1. μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα τού αλόγου, τού λιονταριού και άλλων ζώων (α. «άλογο με κουρεμένη χαίτη» β. «ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων», Αριστοτ.) 2. μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμους αρχ. 1 … Dictionary of Greek